αιολόπρυμνος

αιολόπρυμνος
αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμη («νῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰολόπρυμνος — with gleaming stern masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολοπρύμνοις — αἰολόπρυμνος with gleaming stern masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”